φορολογικός • (forologikós) m (feminine φορολογική, neuter φορολογικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | φορολογικός (forologikós) | φορολογική (forologikí) | φορολογικό (forologikó) | φορολογικοί (forologikoí) | φορολογικές (forologikés) | φορολογικά (forologiká) | |
genitive | φορολογικού (forologikoú) | φορολογικής (forologikís) | φορολογικού (forologikoú) | φορολογικών (forologikón) | φορολογικών (forologikón) | φορολογικών (forologikón) | |
accusative | φορολογικό (forologikó) | φορολογική (forologikí) | φορολογικό (forologikó) | φορολογικούς (forologikoús) | φορολογικές (forologikés) | φορολογικά (forologiká) | |
vocative | φορολογικέ (forologiké) | φορολογική (forologikí) | φορολογικό (forologikó) | φορολογικοί (forologikoí) | φορολογικές (forologikés) | φορολογικά (forologiká) |