φυλλοβόλος • (fyllovólos) m (feminine φυλλοβόλα, neuter φυλλοβόλο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | φυλλοβόλος (fyllovólos) | φυλλοβόλα (fyllovóla) | φυλλοβόλο (fyllovólo) | φυλλοβόλοι (fyllovóloi) | φυλλοβόλες (fyllovóles) | φυλλοβόλα (fyllovóla) | |
genitive | φυλλοβόλου (fyllovólou) | φυλλοβόλας (fyllovólas) | φυλλοβόλου (fyllovólou) | φυλλοβόλων (fyllovólon) | φυλλοβόλων (fyllovólon) | φυλλοβόλων (fyllovólon) | |
accusative | φυλλοβόλο (fyllovólo) | φυλλοβόλα (fyllovóla) | φυλλοβόλο (fyllovólo) | φυλλοβόλους (fyllovólous) | φυλλοβόλες (fyllovóles) | φυλλοβόλα (fyllovóla) | |
vocative | φυλλοβόλε (fyllovóle) | φυλλοβόλα (fyllovóla) | φυλλοβόλο (fyllovólo) | φυλλοβόλοι (fyllovóloi) | φυλλοβόλες (fyllovóles) | φυλλοβόλα (fyllovóla) |