χειμέριος • (cheimérios) m (feminine χειμερία, neuter χειμέριο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | χειμέριος • | χειμέρια • | χειμέριο • | χειμέριοι • | χειμέριες • | χειμέρια • |
genitive | χειμέριου • | χειμέριας • | χειμέριου • | χειμέριων • | χειμέριων • | χειμέριων • |
accusative | χειμέριο • | χειμέρια • | χειμέριο • | χειμέριους • | χειμέριες • | χειμέρια • |
vocative | χειμέριε • | χειμέρια • | χειμέριο • | χειμέριοι • | χειμέριες • | χειμέρια • |