From Koine Greek χρηματιστήριον (khrēmatistḗrion).
χρηματιστήριο • (chrimatistírio) n (plural χρηματιστήρια)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | χρηματιστήριο (chrimatistírio) | χρηματιστήρια (chrimatistíria) |
genitive | χρηματιστηρίου (chrimatistiríou) χρηματιστήριου (chrimatistíriou) |
χρηματιστηρίων (chrimatistiríon) |
accusative | χρηματιστήριο (chrimatistírio) | χρηματιστήρια (chrimatistíria) |
vocative | χρηματιστήριο (chrimatistírio) | χρηματιστήρια (chrimatistíria) |