Learnedly from the χρηματοδοτη- stem of χρηματοδοτώ (chrimatodotó) + -ση (-si).[1]
χρηματοδότηση • (chrimatodótisi) f
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | χρηματοδότηση (chrimatodótisi) | χρηματοδοτήσεις (chrimatodotíseis) |
genitive | χρηματοδότησης (chrimatodótisis) | χρηματοδοτήσεων (chrimatodotíseon) |
accusative | χρηματοδότηση (chrimatodótisi) | χρηματοδοτήσεις (chrimatodotíseis) |
vocative | χρηματοδότηση (chrimatodótisi) | χρηματοδοτήσεις (chrimatodotíseis) |
Older or formal genitive singular: χρηματοδοτήσεως (chrimatodotíseos)