Χριστούγεννα (Christoúgenna, “Christmas”) + -ιάτικος (-iátikos, “suffix for adjectives denoting time”).
χριστουγεννιάτικος • (christougenniátikos) m (feminine χριστουγεννιάτικη, neuter χριστουγεννιάτικο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | χριστουγεννιάτικος (christougenniátikos) | χριστουγεννιάτικη (christougenniátiki) | χριστουγεννιάτικο (christougenniátiko) | χριστουγεννιάτικοι (christougenniátikoi) | χριστουγεννιάτικες (christougenniátikes) | χριστουγεννιάτικα (christougenniátika) | |
genitive | χριστουγεννιάτικου (christougenniátikou) | χριστουγεννιάτικης (christougenniátikis) | χριστουγεννιάτικου (christougenniátikou) | χριστουγεννιάτικων (christougenniátikon) | χριστουγεννιάτικων (christougenniátikon) | χριστουγεννιάτικων (christougenniátikon) | |
accusative | χριστουγεννιάτικο (christougenniátiko) | χριστουγεννιάτικη (christougenniátiki) | χριστουγεννιάτικο (christougenniátiko) | χριστουγεννιάτικους (christougenniátikous) | χριστουγεννιάτικες (christougenniátikes) | χριστουγεννιάτικα (christougenniátika) | |
vocative | χριστουγεννιάτικε (christougenniátike) | χριστουγεννιάτικη (christougenniátiki) | χριστουγεννιάτικο (christougenniátiko) | χριστουγεννιάτικοι (christougenniátikoi) | χριστουγεννιάτικες (christougenniátikes) | χριστουγεννιάτικα (christougenniátika) |
of other feasts: