Learnedly from χρονο- (chrono-) + διάγραμμα (diágramma), a calque of English timetable.[1]
χρονοδιάγραμμα • (chronodiágramma) n (plural χρονοδιαγράμματα)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | χρονοδιάγραμμα (chronodiágramma) | χρονοδιαγράμματα (chronodiagrámmata) |
genitive | χρονοδιαγράμματος (chronodiagrámmatos) | χρονοδιαγραμμάτων (chronodiagrammáton) |
accusative | χρονοδιάγραμμα (chronodiágramma) | χρονοδιαγράμματα (chronodiagrámmata) |
vocative | χρονοδιάγραμμα (chronodiágramma) | χρονοδιαγράμματα (chronodiagrámmata) |