Learned borrowing from French psychologique, from psycholog(ie) + -ique, i.e. ψυχολογ(ία) f (psycholog(ía), “psychology”) + -ικός (-ikós).[1]
ψυχολογικός • (psychologikós) m (feminine ψυχολογική, neuter ψυχολογικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ψυχολογικός • | ψυχολογική • | ψυχολογικό • | ψυχολογικοί • | ψυχολογικές • | ψυχολογικά • |
genitive | ψυχολογικού • | ψυχολογικής • | ψυχολογικού • | ψυχολογικών • | ψυχολογικών • | ψυχολογικών • |
accusative | ψυχολογικό • | ψυχολογική • | ψυχολογικό • | ψυχολογικούς • | ψυχολογικές • | ψυχολογικά • |
vocative | ψυχολογικέ • | ψυχολογική • | ψυχολογικό • | ψυχολογικοί • | ψυχολογικές • | ψυχολογικά • |