Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | ο | ηφαιστειολόγος | οι | ηφαιστειολόγοι |
Génitif | του | ηφαιστειολόγου | των | ηφαιστειολόγων |
Accusatif | τον | ηφαιστειολόγο | τους | ηφαιστειολόγους |
Vocatif | ηφαιστειολόγε | ηφαιστειολόγοι |
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | ηφαιστειολόγος | οι | ηφαιστειολόγοι |
Génitif | της | ηφαιστειολόγου | των | ηφαιστειολόγων |
Accusatif | τη(ν) | ηφαιστειολόγο | τις | ηφαιστειολόγους |
Vocatif | ηφαιστειολόγο | ηφαιστειολόγοι |
ηφαιστειολόγος (ifestiológos) \i.fe.sti.ɔ.ˈlɔ.ɣɔs\ masculin et féminin identiques