θεληματικός

Bonjour, vous êtes venu ici pour chercher la signification du mot θεληματικός. Dans DICTIOUS, vous trouverez non seulement toutes les significations du dictionnaire pour le mot θεληματικός, mais vous apprendrez également son étymologie, ses caractéristiques et comment dire θεληματικός au singulier et au pluriel. Tout ce que vous devez savoir sur le mot θεληματικός est ici. La définition du mot θεληματικός vous aidera à être plus précis et correct lorsque vous parlerez ou écrirez vos textes. Connaître la définition deθεληματικός, ainsi que celles d'autres mots, enrichit votre vocabulaire et vous fournit des ressources linguistiques plus nombreuses et de meilleure qualité.

Étymologie

Du grec ancien θεληματικός, thelēmatikós.

Adjectif

cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif θεληματικός θεληματική θεληματικό
génitif θεληματικού θεληματικής θεληματικού
accusatif θεληματικό θεληματική θεληματικό
vocatif θεληματικέ θεληματική θεληματικό
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif θεληματικοί θεληματικές θεληματικά
génitif θεληματικών θεληματικών θεληματικών
accusatif θεληματικούς θεληματικές θεληματικά
vocatif θεληματικοί θεληματικές θεληματικά

θεληματικός, thelimatikós \θe.li.ma.tiˈkos\

  1. Volontaire.

Antonymes

Références

  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (θεληματικός)

Étymologie

Mot dérivé de θέλημα, thélēma (« volonté »), avec le suffixe -ικός, -ikós.

Adjectif

cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif θεληματικός θεληματική θεληματικόν
vocatif θεληματικέ θεληματική θεληματικόν
accusatif θεληματικόν θεληματικήν θεληματικόν
génitif θεληματικοῦ θεληματικῆς θεληματικοῦ
datif θεληματικ θεληματικ θεληματικ
cas duel
masculin féminin neutre
nominatif θεληματικώ θεληματικά θεληματικώ
vocatif θεληματικώ θεληματικά θεληματικώ
accusatif θεληματικώ θεληματικά θεληματικώ
génitif θεληματικοῖν θεληματικαῖν θεληματικοῖν
datif θεληματικοῖν θεληματικαῖν θεληματικοῖν
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif θεληματικοί θεληματικαί θεληματικά
vocatif θεληματικοί θεληματικαί θεληματικά
accusatif θεληματικούς θεληματικάς θεληματικά
génitif θεληματικῶν θεληματικῶν θεληματικῶν
datif θεληματικοῖς θεληματικαῖς θεληματικοῖς

θεληματικός, thelēmatikós *\Prononciation ?\

  1. Volontaire.

Dérivés dans d’autres langues

Références