μεθοδικός

Bonjour, vous êtes venu ici pour chercher la signification du mot μεθοδικός. Dans DICTIOUS, vous trouverez non seulement toutes les significations du dictionnaire pour le mot μεθοδικός, mais vous apprendrez également son étymologie, ses caractéristiques et comment dire μεθοδικός au singulier et au pluriel. Tout ce que vous devez savoir sur le mot μεθοδικός est ici. La définition du mot μεθοδικός vous aidera à être plus précis et correct lorsque vous parlerez ou écrirez vos textes. Connaître la définition deμεθοδικός, ainsi que celles d'autres mots, enrichit votre vocabulaire et vous fournit des ressources linguistiques plus nombreuses et de meilleure qualité.

Étymologie

Du grec ancien μεθοδικός, methodikós.

Adjectif

cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif μεθοδικός μεθοδική μεθοδικό
génitif μεθοδικού μεθοδικής μεθοδικού
accusatif μεθοδικό μεθοδική μεθοδικό
vocatif μεθοδικέ μεθοδική μεθοδικό
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif μεθοδικοί μεθοδικές μεθοδικά
génitif μεθοδικών μεθοδικών μεθοδικών
accusatif μεθοδικούς μεθοδικές μεθοδικά
vocatif μεθοδικοί μεθοδικές μεθοδικά

μεθοδικός, methodikós \Prononciation ?\

  1. Méthodique.
    • μεθοδικός άνθρωπος.

Références

  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (μεθοδικός)

Étymologie

Mot dérivé de μέθοδος, méthodos (« poursuite, méthode »), avec le suffixe -ικός, -ikós.

Adjectif

cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif μεθοδικός μεθοδική μεθοδικόν
vocatif μεθοδικέ μεθοδική μεθοδικόν
accusatif μεθοδικόν μεθοδικήν μεθοδικόν
génitif μεθοδικοῦ μεθοδικῆς μεθοδικοῦ
datif μεθοδικ μεθοδικ μεθοδικ
cas duel
masculin féminin neutre
nominatif μεθοδικώ μεθοδικά μεθοδικώ
vocatif μεθοδικώ μεθοδικά μεθοδικώ
accusatif μεθοδικώ μεθοδικά μεθοδικώ
génitif μεθοδικοῖν μεθοδικαῖν μεθοδικοῖν
datif μεθοδικοῖν μεθοδικαῖν μεθοδικοῖν
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif μεθοδικοί μεθοδικαί μεθοδικά
vocatif μεθοδικοί μεθοδικαί μεθοδικά
accusatif μεθοδικούς μεθοδικάς μεθοδικά
génitif μεθοδικῶν μεθοδικῶν μεθοδικῶν
datif μεθοδικοῖς μεθοδικαῖς μεθοδικοῖς

μεθοδικός, methodikós *\Prononciation ?\ masculin

  1. Méthodique.

Dérivés dans d’autres langues

Références