στοιχειώδης

Bonjour, vous êtes venu ici pour chercher la signification du mot στοιχειώδης. Dans DICTIOUS, vous trouverez non seulement toutes les significations du dictionnaire pour le mot στοιχειώδης, mais vous apprendrez également son étymologie, ses caractéristiques et comment dire στοιχειώδης au singulier et au pluriel. Tout ce que vous devez savoir sur le mot στοιχειώδης est ici. La définition du mot στοιχειώδης vous aidera à être plus précis et correct lorsque vous parlerez ou écrirez vos textes. Connaître la définition deστοιχειώδης, ainsi que celles d'autres mots, enrichit votre vocabulaire et vous fournit des ressources linguistiques plus nombreuses et de meilleure qualité.

Étymologie

Du grec ancien.

Adjectif

cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif στοιχειώδης στοιχειώδης στοιχειώδες
génitif στοιχειώδους στοιχειώδους στοιχειώδους
accusatif στοιχειώδη στοιχειώδη στοιχειώδες
vocatif στοιχειώδη στοιχειώδη στοιχειώδες
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif στοιχειώδεις στοιχειώδεις στοιχειώδη
génitif στοιχειωδών στοιχειωδών στοιχειωδών
accusatif στοιχειώδεις στοιχειώδεις στοιχειώδη
vocatif στοιχειώδεις στοιχειώδεις στοιχειώδη

στοιχειώδης (stichiódis) \sti.çiˈo.ðis\

  1. Élémentaire.

Étymologie

Dérivé de στοιχεῖον, stoikheîon (« élément »), avec le suffixe -ώδης, -ṓdēs.

Adjectif

cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif στοιχειώδης στοιχειώδης στοιχειῶδες
vocatif στοιχειῶδες στοιχειῶδες στοιχειῶδες
accusatif στοιχειώδη στοιχειώδη στοιχειῶδες
génitif στοιχειώδους στοιχειώδους στοιχειώδους
datif στοιχειώδει στοιχειώδει στοιχειώδει
cas duel
masculin féminin neutre
nominatif στοιχειώδει στοιχειώδει στοιχειώδει
vocatif στοιχειώδει στοιχειώδει στοιχειώδει
accusatif στοιχειώδει στοιχειώδει στοιχειώδει
génitif στοιχειώδοιν στοιχειώδοιν στοιχειώδοιν
datif στοιχειώδοιν στοιχειώδοιν στοιχειώδοιν
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif στοιχειώδεις στοιχειώδεις στοιχειώδη
vocatif στοιχειώδεις στοιχειώδεις στοιχειώδη
accusatif στοιχειώδεις στοιχειώδεις στοιχειώδη
génitif στοιχειώδων στοιχειώδων στοιχειώδων
datif στοιχειώδεσι(ν) στοιχειώδεσι(ν) στοιχειώδεσι(ν)

στοιχειώδης, stoikheiṓdēs

  1. Élémentaire.

Prononciation