Conjugaison:grec ancien/κοπιάω

Bonjour, vous êtes venu ici pour chercher la signification du mot Conjugaison:grec ancien/κοπιάω. Dans DICTIOUS, vous trouverez non seulement toutes les significations du dictionnaire pour le mot Conjugaison:grec ancien/κοπιάω, mais vous apprendrez également son étymologie, ses caractéristiques et comment dire Conjugaison:grec ancien/κοπιάω au singulier et au pluriel. Tout ce que vous devez savoir sur le mot Conjugaison:grec ancien/κοπιάω est ici. La définition du mot Conjugaison:grec ancien/κοπιάω vous aidera à être plus précis et correct lorsque vous parlerez ou écrirez vos textes. Connaître la définition deConjugaison:grec ancien/κοπιάω, ainsi que celles d'autres mots, enrichit votre vocabulaire et vous fournit des ressources linguistiques plus nombreuses et de meilleure qualité.

Conjugaison du verbe contracte κοπιάω

Voix active

Voix active
Temps Mode Indicatif Impératif Subjonctif Optatif Infinitif Participe
Temps principaux Temps secondaires
Présent
et
imparfait
1S ϰοπι ϰόπιων ϰοπι ϰοπιῴην ϰοπιᾶν M. ϰοπιῶν
2S ϰοπιᾷς ϰόπιας ϰόπια ϰοπιᾷς ϰοπιῴης ϰοπιῶντος
3S ϰοπι ϰόπια ϰοπιάτω ϰοπι ϰοπιῴη
1P ϰοπιῶμεν ϰοπιῶμεν ϰοπιῶμεν ϰοπιῷμεν F. ϰοπιῶσα
2P ϰοπιᾶτε ϰοπιᾶτε ϰοπιᾶτε ϰοπιᾶτε ϰοπιῷτε ϰοπιώσης
3P ϰοπιῶσι(ν) ϰόπιων ϰοπιώντων ϰοπιῶσι(ν) ϰοπιῷεν
2D ϰοπιᾶτον ϰοπιάτην ϰοπιᾶτον ϰοπιᾶτον ϰοπιῴτην N. ϰοπιῶν
3D ϰοπιᾶτον ϰοπιάτην ϰοπιάτων ϰοπιᾶτον ϰοπιῴτην ϰοπιῶντος
Futur 1S ϰοπίσω ϰοπίσοιμι ϰοπίσειν M. ϰοπίσων
2S ϰοπίσεις ϰοπίσοις ϰοπίσοντος
3S ϰοπίσει ϰοπίσοι
1P ϰοπίσομεν ϰοπίσοιμεν F. ϰοπίσουσα
2P ϰοπίσετε ϰοπίσοιτε ϰοπισούσης
3P ϰοπίσουσι(ν) ϰοπίσοιεν
2D ϰοπίσετον ϰοπισοίτην N. ϰοπίσον
3D ϰοπίσετον ϰοπισοίτην ϰοπίσοντος
Aoriste 1S ϰόπισα ϰοπίσω ϰοπίσαιμι ϰοπίσαι M. ϰοπίσας
2S ϰόπισας ϰόπισον ϰοπίσῃς ϰοπίσειας ϰοπίσαντος
3S ϰόπισε(ν) ϰοπισάτω ϰοπίσῃ ϰοπίσειε
1P ϰοπίσαμεν ϰοπίσωμεν ϰοπίσαιμεν F. ϰοπίσασα
2P ϰοπίσατε ϰοπίσατε ϰοπίσητε ϰοπίσαιτε ϰοπισάσης
3P ϰόπισαν ϰοπισάντων ϰοπίσωσι(ν) ϰοπίσειαν
2D ϰοπισάτην ϰοπίσατον ϰοπίσητον ϰοπισαίτην N. ϰοπίσαν
3D ϰοπισάτην ϰοπισάντων ϰοπίσητον ϰοπισαίτην ϰοπίσαντος
Parfait
et
plus-que-parfait
1S ϰεϰόπιϰα ἐϰεϰοπίϰειν ou -ϰη ϰεϰοπίϰω ϰεϰοπίϰοιμι ϰεϰοπιϰέναι M. ϰεϰοπιϰώς
2S ϰεϰόπιϰας ἐϰεϰοπίϰεις ou -ϰης ϰεϰοπίϰῃς ϰεϰοπίϰοις ϰεϰοπιϰότος
3S ϰεϰόπιϰε(ν) ἐϰεϰοπίϰει(ν) ϰεϰοπίϰῃ ϰεϰοπίϰοι
1P ϰεϰοπίϰαμεν ἐϰεϰοπίϰειμεν ϰεϰοπίϰωμεν ϰεϰοπίϰοιμεν F. ϰεϰοπιϰυῖα
2P ϰεϰοπίϰατε ἐϰεϰοπίϰειτε ϰεϰοπίϰητε ϰεϰοπίϰοιτε ϰεϰοπιϰυίας
3P ϰεϰοπίϰασι(ν) ἐϰεϰοπίϰεισαν (-ϰεισαν) ϰεϰοπίϰωσι(ν) ϰεϰοπίϰοιεν
2D ϰεϰοπίϰατον ἐϰεϰοπιϰείτην ϰεϰοπίϰητον ϰεϰοπιϰοίτην N. ϰεϰοπιϰός
3D ϰεϰοπίϰατον ἐϰεϰοπιϰείτην ϰεϰοπίϰητον ϰεϰοπιϰοίτην ϰεϰοπιϰότος


Voix passive

Voix passive
Temps Mode Indicatif Impératif Subjonctif Optatif Infinitif Participe
Temps principaux Temps secondaires
PRÉSENT
ET
IMPARFAIT
1S ϰοπιῶμαι ϰοπιώμην ϰοπιῶμαι ϰοπιῴμην ϰοπιᾶσθαι M. ϰοπιώμενος
2S ϰοπι ϰοπι ϰοπι ϰοπι ϰοπιῷο ϰοπιωμένου
3S ϰοπιᾶται ϰοπιᾶτο ϰοπιάσθω ϰοπιᾶται ϰοπιῷτο
1P ϰοπιώμεθα ϰοπιώμεθα ϰοπιώμεθα ϰοπιῴμεθα F. ϰοπιωμένη
2P ϰοπιᾶσθε ϰοπιᾶσθε ϰοπιᾶσθε ϰοπιᾶσθε ϰοπιῷσθε ϰοπιωμένης
3P ϰοπιῶνται ϰοπιῶντο ϰοπιάσθων ϰοπιῶνται ϰοπιῷντο
2D ϰοπιᾶσθον ϰοπιάσθην ϰοπιᾶσθον ϰοπιᾶσθον ϰοπιῴσθην N. ϰοπιώμενον
3D ϰοπιᾶσθον ϰοπιάσθην ϰοπιάσθων ϰοπιᾶσθον ϰοπιῴσθην ϰοπιωμένου
Futur 1S ϰοπιθήσομαι ϰοπιθησοίμην ϰοπιθήσεσθαι M. ϰοπιθησόμενος
2S ϰοπιθήσει ϰοπιθήσοιο ϰοπιθησομένου
3S ϰοπιθήσεται ϰοπιθήσοιτο
1P ϰοπιθησόμεθα ϰοπιθησοίμεθα F. ϰοπιθησομένη
2P ϰοπιθήσεσθε ϰοπιθήσοισθε ϰοπιθησομένης
3P ϰοπιθήσονται ϰοπιθήσοιντο
2D ϰοπιθήσεσθον ϰοπιθησοίσθην N. ϰοπιθησόμενον
3D ϰοπιθήσεσθον ϰοπιθησοίσθην ϰοπιθησομένου
Aoriste 1S ϰοπίθην ϰοπιθῶ ϰοπιθείην ϰοπιθῆναι M. ϰοπιθείς
2S ϰοπίθης ϰοπίθητι ϰοπιθῇς ϰοπιθείης ϰοπιθέντος
3S ϰοπίθη ϰοπιθήτω ϰοπιθῇ ϰοπισείη
1P ϰοπίθημεν ϰοπιθῶμεν ϰοπιθεῖμεν F. ϰοπιθεῖσα
2P ϰοπίθητε ϰοπίθητε ϰοπιθῆτε ϰοπιθεῖτε ϰοπιθεῖσης
3P ϰοπίθησαν ϰοπιθέντων ϰοπιθῶσι ϰοπιθεῖεν
2D ϰοπιθήτην ϰοπίθητον ϰοπιθῆτον ϰοπιθείτην N. ϰοπιθέν
3D ϰοπιθήτην ϰοπιθήτων ϰοπιθῆτον ϰοπιθείτην ϰοπιθέντος
PARFAIT
ET
PLUS-QUE-PARFAIT
1S ϰεϰόπιμαι ἐϰεϰοπίμην ϰεϰοπιμένος ϰεϰοπιμένος εἴην ϰεϰοπίσθαι M. ϰεϰοπιμένος
2S ϰεϰόπισαι ἐϰεϰόπισο ϰεϰόπισο ϰεϰοπιμένος ᾔς ϰεϰοπιμένος εἴης ϰεϰοπιμένου
3S ϰεϰόπιται ἐϰεϰόπιτο ϰεϰοπίσθω ϰεϰοπιμένος ϰεϰοπιμένος εἴη
1P ϰεϰοπίμεθα ἐϰεϰοπίμεθα ϰεϰοπιμένοι ὦμεν ϰεϰοπιμένοι εἴμεν F. ϰεϰοπιμένη
2P ϰεϰόπισθε ἐϰεϰόπισθε ϰεϰόπισθε ϰεϰοπιμένοι ἦτε ϰεϰοπιμένοι εἴτε ϰεϰοπιμένης
3P ϰεϰόπινται ἐϰεϰόπιντο ϰεϰοπίσθων ϰεϰοπιμένοι ὦσι(ν) ϰεϰοπιμένοι εἴεν
2D ϰεϰόπισθον ἐϰεϰοπίσθην ϰεϰόπισθον ϰεϰοπιμένω ἦτον ϰεϰοπιμένω εἴτην N. ϰεϰοπιμένον
3D ϰεϰόπισθον ἐϰεϰοπίσθην ϰεϰοπίσθων ϰεϰοπιμένω ἦτον ϰεϰοπιμένω εἴτην ϰεϰοπιμένου
Futur
ANTERIEUR
1S ϰεϰοπίσομαι ϰεϰοπισοίμην ϰεϰοπίσεσθαι M, ϰεϰοπισομένος
2S ϰεϰοπίσει ϰεϰοπίσοιο ϰεϰοπισομένου
3S ϰεϰοπίσεται ϰεϰοπίσοιτο
1P ϰεϰοπισόμεθα ϰεϰοπισοίμεθα ϰεϰοπισομένη
2P ϰεϰοπίσεσθε ϰεϰοπίσοισθε ϰεϰοπισομένης
3P ϰεϰοπίσονται ϰεϰοπίσοιντο
2D ϰεϰοπίσεσθον ϰεϰοπισοίσθην ϰεϰοπισόμενον
3D ϰεϰοπίσεσθον ϰεϰοπισοίσθην ϰεϰοπισομένου


Voix moyenne

Voix moyenne
Temps Mode Indicatif Impératif Subjonctif Optatif Infinitif Participe
Temps principaux Temps secondaires
PRÉSENT
ET
IMPARFAIT
1S ϰοπιῶμαι ϰοπιώμην ϰοπιῶμαι ϰοπιῴμην ϰοπιᾶσθαι M. ϰοπιώμενος
2S ϰοπι ϰοπι ϰοπι ϰοπι ϰοπιῷο ϰοπιωμένου
3S ϰοπιᾶται ϰοπιᾶτο ϰοπιάσθω ϰοπιᾶται ϰοπιῷτο
1P ϰοπιώμεθα ϰοπιώμεθα ϰοπιώμεθα ϰοπιῴμεθα F. ϰοπιωμένη
2P ϰοπιᾶσθε ϰοπιᾶσθε ϰοπιᾶσθε ϰοπιᾶσθε ϰοπιῷσθε ϰοπιωμένης
3P ϰοπιῶνται ϰοπιῶντο ϰοπιάσθων ϰοπιῶνται ϰοπιῷντο
2D ϰοπιᾶσθον ϰοπιάσθην ϰοπιᾶσθον ϰοπιᾶσθον ϰοπιῴσθην N. ϰοπιώμενον
3D ϰοπιᾶσθον ϰοπιάσθην ϰοπιάσθων ϰοπιᾶσθον ϰοπιῴσθην ϰοπιωμένου
Futur 1S ϰοπίσομαι ϰοπισοίμην ϰοπίσεσθαι M. ϰοπισόμενος
2S ϰοπίσει (ϰοπίσῃ)} ϰοπίσοιο ϰοπισομένου
3S ϰοπίσεται ϰοπίσοιτο
1P ϰοπισόμεθα ϰοπισοίμεθα F. ϰοπισομένη
2P ϰοπίσεσθε ϰοπίσοισθε ϰοπισομένης
3P ϰοπίσονται ϰοπίσοιντο
2D ϰοπίσεσθον ϰοπισοίσθην N. ϰοπισόμενον
3D ϰοπίσεσθον ϰοπισοίσθην ϰοπισομένου
Aoriste 1S ϰοπισάμην ϰοπίσωμαι ϰοπισαίμην ϰοπίσασθαι M. ϰοπισάμενος
2S ϰοπίσω ϰοπίσαι ϰοπισῇ ϰοπίσαιο ϰοπισαμένου
3S ϰοπίσατο ϰοπισάσθω ϰοπίσηται ϰοπίσαιτο
1P ϰοπισάμεθα ϰοπισώμεθα ϰοπισαίμεθα F. ϰοπισαμένη
2P ϰοπίσασθε ϰοπίσασθε ϰοπίσησθε ϰοπίσαισθε ϰοπισαμέμης
3P ϰοπίσαντο ϰοπισάσθων ϰοπίσωνται ϰοπίσαιντο
2D ϰοπισάσθην ϰοπίσασθον ϰοπίσησθον ϰοπισαίθην N. ϰοπισάμενον
3D ϰοπισάσθην ϰοπισάσθων ϰοπίσησθον ϰοπισαίθην ϰοπισαμένοθ
PARFAIT
ET
PLUS-QUE-PARFAIT
1S ϰεϰόπιμαι ἐϰεϰοπίμην ϰεϰοπιμένος ϰεϰοπιμένος εἴην ϰεϰοπίσθαι M. ϰεϰοπιμένος
2S ϰεϰόπισαι ἐϰεϰόπισο ϰεϰόπισο ϰεϰοπιμένος ᾔς ϰεϰοπιμένος εἴης ϰεϰοπιμένου
3S ϰεϰόπιται ἐϰεϰόπιτο ϰεϰοπίσθω ϰεϰοπιμένος ϰεϰοπιμένος εἴη
1P ϰεϰοπίμεθα ἐϰεϰοπίμεθα ϰεϰοπιμένοι ὦμεν ϰεϰοπιμένοι εἴμεν F. ϰεϰοπιμένη
2P ϰεϰόπισθε ἐϰεϰόπισθε ϰεϰόπισθε ϰεϰοπιμένοι ἦτε ϰεϰοπιμένοι εἴτε ϰεϰοπιμένης
3P ϰεϰόπινται ἐϰεϰόπιντο ϰεϰοπίσθων ϰεϰοπιμένοι ὦσι(ν) ϰεϰοπιμένοι εἴεν
2D ϰεϰόπισθον ἐϰεϰοπίσθην ϰεϰόπισθον ϰεϰοπιμένω ἦτον ϰεϰοπιμένω εἴτην N. ϰεϰοπιμένον
3D ϰεϰόπισθον ἐϰεϰοπίσθην ϰεϰοπίσθων ϰεϰοπιμένω ἦτον ϰεϰοπιμένω εἴτην ϰεϰοπιμένου