διδασκαλικός

Bonjour, vous êtes venu ici pour chercher la signification du mot διδασκαλικός. Dans DICTIOUS, vous trouverez non seulement toutes les significations du dictionnaire pour le mot διδασκαλικός, mais vous apprendrez également son étymologie, ses caractéristiques et comment dire διδασκαλικός au singulier et au pluriel. Tout ce que vous devez savoir sur le mot διδασκαλικός est ici. La définition du mot διδασκαλικός vous aidera à être plus précis et correct lorsque vous parlerez ou écrirez vos textes. Connaître la définition deδιδασκαλικός, ainsi que celles d'autres mots, enrichit votre vocabulaire et vous fournit des ressources linguistiques plus nombreuses et de meilleure qualité.

Étymologie

Du grec ancien διδασκαλικός, didaskalikós.

Adjectif

cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif διδασκαλικός διδασκαλική διδασκαλικό
génitif διδασκαλικού διδασκαλικής διδασκαλικού
accusatif διδασκαλικό διδασκαλική διδασκαλικό
vocatif διδασκαλικέ διδασκαλική διδασκαλικό
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif διδασκαλικοί διδασκαλικές διδασκαλικά
génitif διδασκαλικών διδασκαλικών διδασκαλικών
accusatif διδασκαλικούς διδασκαλικές διδασκαλικά
vocatif διδασκαλικοί διδασκαλικές διδασκαλικά

διδασκαλικός, didaskalikós \Prononciation ?\

  1. (Éducation) Instructif, d’instruction.

Étymologie

Mot dérivé de διδάσκαλος, didáskalos (« enseignant »), avec le suffixe -ικός, -ikós.

Adjectif

cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif διδασκαλικός διδασκαλική διδασκαλικόν
vocatif διδασκαλικέ διδασκαλική διδασκαλικόν
accusatif διδασκαλικόν διδασκαλικήν διδασκαλικόν
génitif διδασκαλικοῦ διδασκαλικῆς διδασκαλικοῦ
datif διδασκαλικ διδασκαλικ διδασκαλικ
cas duel
masculin féminin neutre
nominatif διδασκαλικώ διδασκαλικά διδασκαλικώ
vocatif διδασκαλικώ διδασκαλικά διδασκαλικώ
accusatif διδασκαλικώ διδασκαλικά διδασκαλικώ
génitif διδασκαλικοῖν διδασκαλικαῖν διδασκαλικοῖν
datif διδασκαλικοῖν διδασκαλικαῖν διδασκαλικοῖν
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif διδασκαλικοί διδασκαλικαί διδασκαλικά
vocatif διδασκαλικοί διδασκαλικαί διδασκαλικά
accusatif διδασκαλικούς διδασκαλικάς διδασκαλικά
génitif διδασκαλικῶν διδασκαλικῶν διδασκαλικῶν
datif διδασκαλικοῖς διδασκαλικαῖς διδασκαλικοῖς

διδασκαλικός, didaskalikós *\Prononciation ?\

  1. (Éducation) Instructif, d’enseignement.

Dérivés dans d’autres langues

Références