μοναρχικός

Bonjour, vous êtes venu ici pour chercher la signification du mot μοναρχικός. Dans DICTIOUS, vous trouverez non seulement toutes les significations du dictionnaire pour le mot μοναρχικός, mais vous apprendrez également son étymologie, ses caractéristiques et comment dire μοναρχικός au singulier et au pluriel. Tout ce que vous devez savoir sur le mot μοναρχικός est ici. La définition du mot μοναρχικός vous aidera à être plus précis et correct lorsque vous parlerez ou écrirez vos textes. Connaître la définition deμοναρχικός, ainsi que celles d'autres mots, enrichit votre vocabulaire et vous fournit des ressources linguistiques plus nombreuses et de meilleure qualité.

Étymologie

Du grec ancien μοναρχικός, monarkhikós.

Adjectif

cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif μοναρχικός μοναρχική μοναρχικό
génitif μοναρχικού μοναρχικής μοναρχικού
accusatif μοναρχικό μοναρχική μοναρχικό
vocatif μοναρχικέ μοναρχική μοναρχικό
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif μοναρχικοί μοναρχικές μοναρχικά
génitif μοναρχικών μοναρχικών μοναρχικών
accusatif μοναρχικούς μοναρχικές μοναρχικά
vocatif μοναρχικοί μοναρχικές μοναρχικά

μοναρχικός, monarkhikós \Prononciation ?\

  1. Monarchique.

Apparentés étymologiques

Références

  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (μοναρχικός)

Étymologie

Mot dérivé de μόναρχος, mónarkhos (« monarque »), avec le suffixe -ικός, -ikós.

Adjectif

cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif μοναρχικός μοναρχική μοναρχικόν
vocatif μοναρχικέ μοναρχική μοναρχικόν
accusatif μοναρχικόν μοναρχικήν μοναρχικόν
génitif μοναρχικοῦ μοναρχικῆς μοναρχικοῦ
datif μοναρχικ μοναρχικ μοναρχικ
cas duel
masculin féminin neutre
nominatif μοναρχικώ μοναρχικά μοναρχικώ
vocatif μοναρχικώ μοναρχικά μοναρχικώ
accusatif μοναρχικώ μοναρχικά μοναρχικώ
génitif μοναρχικοῖν μοναρχικαῖν μοναρχικοῖν
datif μοναρχικοῖν μοναρχικαῖν μοναρχικοῖν
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif μοναρχικοί μοναρχικαί μοναρχικά
vocatif μοναρχικοί μοναρχικαί μοναρχικά
accusatif μοναρχικούς μοναρχικάς μοναρχικά
génitif μοναρχικῶν μοναρχικῶν μοναρχικῶν
datif μοναρχικοῖς μοναρχικαῖς μοναρχικοῖς

μοναρχικός, monarkhikós *\Prononciation ?\ masculin

  1. Monarchique, de monarque.

Dérivés dans d’autres langues

Références