νη.σιώ.τι.κος (nisiótikos) masculino
Singular | Plural | ||||||
Masc. | Fem. | Neu. | Masc. | Fem. | Neu. | ||
Casos | Nominativo | νησιώτικος | νησιώτικη | νησιώτικο | νησιώτικοι | νησιώτικες | νησιώτικα |
Genitivo | νησιώτικου | νησιώτικης | νησιώτικου | νησιώτικων | νησιώτικων | νησιώτικων | |
Acusativo | νησιώτικο | νησιώτικη | νησιώτικο | νησιώτικους | νησιώτικες | νησιώτικα | |
Vocativo | νησιώτικε | νησιώτικε | νησιώτικε | νησιώτικοι | νησιώτικοι | νησιώτικοι |