σχόλαστικός, -ή, ό
Adjetivos oxítonos em ός,ή,ό (Demótico)
singular | m | f | n | plural | m | f | n | |
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
nom. | σχολαστικός | σχολαστική | σχολαστικό | nom. | σχολαστικοί | σχολαστικές | σχολαστικά | |
gen. | σχολαστικού | σχολαστικής | σχολαστικού | gen. | σχολαστικών | σχολαστικών | σχολαστικών | |
acus. | σχολαστικό | σχολαστική | σχολαστικό | acus. | σχολαστικούς | σχολαστικές | σχολαστικά | |
voc. | σχολαστικέ | σχολαστική | σχολαστικό | voc. | σχολαστικοί | σχολαστικές | σχολαστικά |