Substantivum singulár plurál nominativ κράτος κράτη genitiv κράτους κρατών akuzativ κράτος κράτη vokativ κράτος κράτη...
Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας (NDR) Λαοκρατική Δημοκρατία της Κορέας (KLDR) λαοκρατικότητα λαός κρατικός ολοκληρώνω κράτος κληρωτικός ολοκλήρωση...
υπάρχει κάτι σάπιο στο βασίλειο της Δανιμαρκίας κάτι σάπιο υπάρχει στο κράτος της Δανίας κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας (přeneseně, knižně)...
κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας κάτι σάπιο υπάρχει στο κράτος της Δανίας υπάρχει κάτι σάπιο στο βασίλειο της Δανιμαρκίας (přeneseně, knižně)...
IPA: [a.kɔ.lʊ.ˈθo] tranzitivní sledovat, držet se následovat Το Ισλαμικό Κράτος είναι μια εξτρεμιστική ομάδα που ακολουθεί τη σκληρή ιδεολογική γραμμή της...
κάκιστος — nejhorší a -cracy, jež přes novolatinské -cratia ze starořeckého κράτος — moc, síla, vláda. Srovnej např. ruské какистократи́ческий téhož významu...
polština: państwo s, kraj m romština: štatos m ruština: государство s řečtina: κράτος s slovenština: štát m územní jednota albánština: shtet angličtina: state...