Γιουγκοσλάβους • (Giougkoslávous) m accusative plural of Γιουγκοσλάβος (Giougkoslávos)...
Γιουγκοσλάβων (Giougkoslávon) accusative Γιουγκοσλάβο (Giougkoslávo) Γιουγκοσλάβους (Giougkoslávous) vocative Γιουγκοσλάβε (Giougkosláve) Γιουγκοσλάβοι...