IPA(key): /ɾuˈan.da/ Ρουάντα • (Rouánta) f Rwanda (a country in East Africa) Ρουάντα ρουαντέζικος (rouantézikos, “Rwandan”, adjective) Ρουαντέζος m...
Ρουάντα (Rouánta, “Rwanda”) + -έζος (-ézos, “-ese”). Ρουαντέζος • (Rouantézos) m (plural Ρουαντέζοι, feminine Ρουαντέζα) Rwandan (a person, usually male...
Ρουαντέζες, masculine Ρουαντέζος) Rwandan (a female person from Rwanda or of Rwandan ethnicity). Declension of Ρουαντέζα see: Ρουάντα f (Rouánta, “Rwanda”)...
(feminine ρουαντέζικη, neuter ρουαντέζικο) Rwandan (of or pertaining to Rwanda or its people) Declension of ρουαντέζικος see: Ρουάντα f (Rouánta, “Rwanda”)...
Rwanda (fr) m Georgian: რუანდა (ruanda) German: Ruanda (de) n Greek: Ρουάντα (el) f (Rouánta) Hausa: Ruwanda Hebrew: רואנדה (ruanda) Hindi: रवांडा (hi)...