3 Results found for "ήρμοσα".

ήρμοσα

ήρμοσα • (írmosa) first-person singular simple past of αρμόζω (armózo)...


αρμόζω

αρμόζω • (armózo) (past ήρμοσα/άρμοσα, passive αρμόζομαι, p‑past αρμόστηκα, ppp αρμοσμένος) to be proper, to suit, to befit, to be suitable to fit This...


ἁρμόζω

ἥρμοζον, ἡρμοζόμην    Future: ἁρμόσω, ἁρμόσομαι, ἁρμοσθήσομαι    Aorist: ἥρμοσᾰ, ἡρμοσᾰ́μην, ἡρμόσθην    Aorist: ἅρμοξᾰ, ἁρμοξᾰ́μᾱν, ἁρμόχθην (Doric)  ...