αρμόζω • (armózo) (past ήρμοσα/άρμοσα, passive αρμόζομαι, p‑past αρμόστηκα, ppp αρμοσμένος) to be proper, to suit, to befit, to be suitable to fit This...
ἥρμοζον, ἡρμοζόμην Future: ἁρμόσω, ἁρμόσομαι, ἁρμοσθήσομαι Aorist: ἥρμοσᾰ, ἡρμοσᾰ́μην, ἡρμόσθην Aorist: ἅρμοξᾰ, ἁρμοξᾰ́μᾱν, ἁρμόχθην (Doric) ...