10 Results found for "αγγλικανός".

αγγλικανός

From Medieval Latin Anglicānus. αγγλικανός • (anglikanós) m (plural αγγλικανοί, feminine αγγλικανή) a male Anglican, a man of the Anglican church see:...


αγγλικανοί

αγγλικανοί • (anglikanoí) m nominative plural of αγγλικανός (anglikanós) vocative plural of αγγλικανός (anglikanós)...


αγγλικανή

Feminine of αγγλικανός (anglikanós). αγγλικανή • (anglikaní) f (plural αγγλικανές, masculine αγγλικανός) a female Anglican, woman of the Anglican church...


αγγλικανό

αγγλικανό • (anglikanó) m accusative singular of αγγλικανός (anglikanós)...


αγγλικανέ

αγγλικανέ • (anglikané) m vocative singular of αγγλικανός (anglikanós)...


αγγλικανούς

αγγλικανούς • (anglikanoús) m accusative plural of αγγλικανός (anglikanós)...


αγγλικανού

αγγλικανού • (anglikanoú) m genitive singular of αγγλικανός (anglikanós)...


αγγλικανών

αγγλικανών • (anglikanón) f genitive plural of αγγλικανή (anglikaní) αγγλικανών • (anglikanón) m genitive plural of αγγλικανός (anglikanós)...


αγγλικανικός

(feminine αγγλικανική, neuter αγγλικανικό) Anglican, of the Anglican church αγγλικανός m (anglikanós, “Anglican”) αγγλικανή f (anglikaní, “Anglican”) see: Αγγλία f...


αγγλικανισμός

αγγλικανισμός • (anglikanismós) m (uncountable) (Christianity) Anglicanism αγγλικανός m (anglikanós, “Anglican”) αγγλικανή f (anglikaní, “Anglican”) αγγλικανικός...