From Medieval Latin Anglicānus. αγγλικανός • (anglikanós) m (plural αγγλικανοί, feminine αγγλικανή) a male Anglican, a man of the Anglican church see:...
αγγλικανοί • (anglikanoí) m nominative plural of αγγλικανός (anglikanós) vocative plural of αγγλικανός (anglikanós)...
Feminine of αγγλικανός (anglikanós). αγγλικανή • (anglikaní) f (plural αγγλικανές, masculine αγγλικανός) a female Anglican, woman of the Anglican church...
αγγλικανών • (anglikanón) f genitive plural of αγγλικανή (anglikaní) αγγλικανών • (anglikanón) m genitive plural of αγγλικανός (anglikanós)...
(feminine αγγλικανική, neuter αγγλικανικό) Anglican, of the Anglican church αγγλικανός m (anglikanós, “Anglican”) αγγλικανή f (anglikaní, “Anglican”) see: Αγγλία f...
αγγλικανισμός • (anglikanismós) m (uncountable) (Christianity) Anglicanism αγγλικανός m (anglikanós, “Anglican”) αγγλικανή f (anglikaní, “Anglican”) αγγλικανικός...