5 Results found for "αλαβάστρινος".

αλαβάστρινος

αλαβάστρινος • (alavástrinos) m (feminine αλαβάστρινη, neuter αλαβάστρινο) alabaster Declension of αλαβάστρινος αλάβαστρο n (alávastro, “alabaster”)...


ἀλαβάστρινος

of alabaster First and second declension of ἀλαβάστρῐνος; ἀλαβαστρῐ́νη; ἀλαβάστρῐνον (Attic) “ἀλαβάστρινος”, in Liddell & Scott (1940) A Greek–English...


αλάβαστρο

of αλάβαστρος (alávastros). Declension of αλάβαστρο αλάβαστρος m (alávastros) αλαβάστρινος (alavástrinos, “alabaster”, adj) Αλάβαστρο (αγγείο) on the Greek Wikipedia...


ἀλάβαστος

ἀλαβάστου (Attic) ἀλαβάστιον (alabástion) ἀλαβαστρίνη (alabastrínē) ἀλαβάστρινος (alabástrinos) ἀλαβάστριον (alabástrion) ἀλαβαστρίτης (alabastrítēs)...


alabaster

Finnish: alabasteri- (fi), alabasterinen German: alabastern (de) Greek: αλαβάστρινος (el) (alavástrinos) Hungarian: alabástrom (hu) Polish: alabastrowy (pl)...