αλκοολισμό • (alkoolismó) m accusative singular of αλκοολισμός (alkoolismós)...
singular nominative αλκοολισμός (alkoolismós) genitive αλκοολισμού (alkoolismoú) accusative αλκοολισμό (alkoolismó) vocative αλκοολισμέ (alkoolismé)...