αμέθυστη • (améthysti) nominative/accusative/vocative feminine singular of αμέθυστος (améthystos)...
See also: ἀμέθυστος αμέθυστος • (améthystos) m (feminine αμέθυστη, neuter αμέθυστο) sober, not drunk Synonyms: ξεμέθυστος (xeméthystos), άπιοτος (ápiotos)...