2 Results found for "ανακάμψεων".

ανακάμψεων

ανακάμψεων • (anakámpseon) f Genitive plural form of ανάκαμψη (anákampsi)....


ανάκαμψη

singular plural nominative ανάκαμψη • ανακάμψεις • genitive ανάκαμψης • ανακάμψεων • accusative ανάκαμψη • ανακάμψεις • vocative ανάκαμψη • ανακάμψεις •...