ανακάμψεων • (anakámpseon) f Genitive plural form of ανάκαμψη (anákampsi)....
singular plural nominative ανάκαμψη • ανακάμψεις • genitive ανάκαμψης • ανακάμψεων • accusative ανάκαμψη • ανακάμψεις • vocative ανάκαμψη • ανακάμψεις •...