2 Results found for "ανθρωπολογιών".

ανθρωπολογιών

ανθρωπολογιών • (anthropologión) f Genitive plural form of ανθρωπολογία (anthropología)....


ανθρωπολογία

ανθρωπολογίες (anthropologíes) genitive ανθρωπολογίας (anthropologías) ανθρωπολογιών (anthropologión) accusative ανθρωπολογία (anthropología) ανθρωπολογίες...