10 Results found for "ανοησία".

ανοησία

From Koine Greek ἀνοησία (anoēsía), cognate with ανόητος (anóitos). IPA(key): /a.no.iˈsi.a/ Hyphenation: α‧νο‧η‧σί‧α ανοησία • (anoïsía) f (plural ανοησίες)...


ανοησίες

ανοησίες • (anoïsíes) f nominative plural of ανοησία (anoïsía) accusative plural of ανοησία (anoïsía) vocative plural of ανοησία (anoïsía)...


ανοησίας

ανοησίας • (anoïsías) f genitive singular of ανοησία (anoïsía)...


ανοησιών

ανοησιών • (anoïsión) f genitive plural of ανοησία (anoïsía)...


ανοήτως

ανοήτως • (anoḯtos) foolishly, stupidly see: ανοησία f (anoïsía, “foolishness, stupidity”)...


ανεμυαλιά

ανεμυαλιά • (anemyaliá) f (plural ανεμυαλιές) frivolity, folly, stupidity Synonyms: αμυαλιά (amyaliá), ανοησία (anoïsía) see: αμυαλιά (amyaliá, “frivolity”)...


αμυαλιά

αμυαλιές) frivolity, folly, stupidity Synonyms: ανεμυαλιά (anemyaliá), ανοησία (anoïsía) άμυαλα (ámyala, “frivolously”) άμυαλος (ámyalos, “frivolous”...


ανοηταίνω

(past —, passive —) to be foolish, behave foolishly This verb needs an inflection-table template. see: ανοησία f (anoïsía, “foolishness, stupidity”)...


ανόητος

Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανόητος, etc.) άνους (ánous) see: ανοησία f (anoïsía, “foolishness, stupidity”)...


σκέτος

unsweetened, black (for coffee drinks) an intensifier for abstract nouns σκέτη ανοησία ― skéti anoïsía ― sheer nonsense σκέτη απόλαυση ― skéti apólafsi ― absolute...