From Koine Greek ἀνοησία (anoēsía), cognate with ανόητος (anóitos). IPA(key): /a.no.iˈsi.a/ Hyphenation: α‧νο‧η‧σί‧α ανοησία • (anoïsía) f (plural ανοησίες)...
ανοησίες • (anoïsíes) f nominative plural of ανοησία (anoïsía) accusative plural of ανοησία (anoïsía) vocative plural of ανοησία (anoïsía)...
ανοήτως • (anoḯtos) foolishly, stupidly see: ανοησία f (anoïsía, “foolishness, stupidity”)...
ανεμυαλιά • (anemyaliá) f (plural ανεμυαλιές) frivolity, folly, stupidity Synonyms: αμυαλιά (amyaliá), ανοησία (anoïsía) see: αμυαλιά (amyaliá, “frivolity”)...
αμυαλιές) frivolity, folly, stupidity Synonyms: ανεμυαλιά (anemyaliá), ανοησία (anoïsía) άμυαλα (ámyala, “frivolously”) άμυαλος (ámyalos, “frivolous”...
(past —, passive —) to be foolish, behave foolishly This verb needs an inflection-table template. see: ανοησία f (anoïsía, “foolishness, stupidity”)...
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανόητος, etc.) άνους (ánous) see: ανοησία f (anoïsía, “foolishness, stupidity”)...
unsweetened, black (for coffee drinks) an intensifier for abstract nouns σκέτη ανοησία ― skéti anoïsía ― sheer nonsense σκέτη απόλαυση ― skéti apólafsi ― absolute...