απύρωτος • (apýrotos) m (feminine απύρωτη, neuter απύρωτ) fireproof Synonyms: αλεξίπυρος (alexípyros), πυρίμαχος (pyrímachos) see: πυρ n (pyr, “fire”)...
πυρίμαχο) fire resistant, fireproof Synonyms: αλεξίπυρος (alexípyros), απύρωτος (apýrotos) ^ πυρίμαχος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of...
“invulnerable”, adjective) απυρπόλητος (apyrpólitos, “unignited”, adjective) απύρωτος (apýrotos, “fireproof”, adjective) πυρά n pl (pyrá, “fire”) πυρίμαχος (pyrímachos...