3 Results found for "ατσιγγάνων".

ατσιγγάνων

ατσιγγάνων • (atsingánon) m Genitive plural form of ατσίγγανος (atsínganos)....


ατσίγγανων

ατσίγγανων • (atsínganon) m Genitive plural form of ατσίγγανος (atsínganos)....


ατσίγγανος

genitive ατσίγγανου (atsínganou) ατσιγγάνου (atsingánou) ατσίγγανων (atsínganon) ατσιγγάνων (atsingánon) accusative ατσίγγανο (atsíngano) ατσίγγανους...