αυθορμητισμοί • (afthormitismoí) m nominative/vocative plural of αυθορμητισμός (afthormitismós)...
αυθορμητισμός singular plural nominative αυθορμητισμός (afthormitismós) αυθορμητισμοί (afthormitismoí) genitive αυθορμητισμού (afthormitismoú) αυθορμητισμών...