2 Results found for "αυθορμητισμοί".

αυθορμητισμοί

αυθορμητισμοί • (afthormitismoí) m nominative/vocative plural of αυθορμητισμός (afthormitismós)...


αυθορμητισμός

αυθορμητισμός singular plural nominative αυθορμητισμός (afthormitismós) αυθορμητισμοί (afthormitismoí) genitive αυθορμητισμού (afthormitismoú) αυθορμητισμών...