10 Results found for "βάρος".

βάρος

further descendants) Greek: βάρος (város) “βάρος”, in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press “βάρος”, in Liddell & Scott (1889)...


μοριακό βάρος

βάρος • (moriakó város) n (plural μοριακά βάρη) (chemistry) molecular weight ισοδύναμο βάρος n (isodýnamo város, “equivalent weight”) μοριακό βάρος on...


ισοδύναμο βάρος

ισοδύναμο βάρος • (isodýnamo város) n (plural ισοδύναμα βάρη) (chemistry) μοριακό βάρος n (moriakó város, “molecular weight”)...


βάρους

βᾰ́ρεος (báreos) βᾰ́ρους • (bárous) genitive singular of βᾰ́ρος (báros) βάρους • (várous) n Genitive singular form of βάρος (város)....


απόβαρο

tare (weight of empty container/vehicle), dead weight Coordinate terms: καθαρό βάρος (katharó város), μικτό βάρος (miktó város) Declension of απόβαρο...


βάρη

βάρη • (vári) n Nominative, accusative and vocative plural form of βάρος (város)....


baro-

See also: baro, Baro, barò, baró, báró, and båro From Ancient Greek βάρος (báros, “weight”), from βαρύς (barús, “heavy”). baro- pressure blood pressure...


μπαρ

(international) from English bar, from Ancient Greek βάρος (báros, “burden”). Doublet of βάρος (város). μπαρ • (bar) n (indeclinable) (meteorology) bar...


μοριακά βάρη

μοριακά βάρη • (moriaká vári) n Plural form of μοριακό βάρος (moriakó város)....


βαρών

βαρών • (varón) n Genitive plural form of βάρος (város). άρση βαρών f (ársi varón, “weightlifting”)...