9 Results found for "βλαβερός".

βλαβερός

(inherited) → Translingual: Blaberus “βλαβερός”, in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press βλαβερός in Bailly, Anatole (1935) Le...


επιβλαβής

επιβλαβής, neuter επιβλαβές) harmful Synonyms: επιζήμιος (epizímios), βλαβερός (vlaverós), βλαπτικός (vlaptikós) Antonym: επωφελής (epofelís) Derivations:...


βλάβη

βλᾰ́βη; τῆς βλᾰ́βης (Attic) ἀβλαβής (ablabḗs) βλαβεραυγής (blaberaugḗs) βλαβερός (blaberós) βλαβόεις (blabóeis)   βλάβος (blábos) βλάπτω (bláptō) Greek:...


ακίνδυνος

αβλαβής (avlavís) (sense: harmless) επικίνδυνος (epikíndynos, “dangerous”) βλαβερός (vlaverós) επιζήμιος (epizímios) ακίνδυνα (akíndyna, “safely”, adverb)...


αβλαβής

(ávlaptos) άλώβητος (álóvitos) ανέπαφος (anépafos) (antonym(s) of “harmless”): βλαβερός (vlaverós) επιζήμιος (epizímios) σώος και αβλαβής (sóos kai avlavís, “safe...


άκακος

harmless Synonyms: αβλαβής (avlavís), ακίνδυνος (akíndynos) Antonyms: βλαβερός (vlaverós), επιζήμιος (epizímios) Αυτό το φάρμακο είναι άκακο, δεν έχει...


ζημιογόνος

damaging, harmful, injurious, prejudicial Synonyms: επιζήμιος (epizímios), βλαβερός (vlaverós), επιβλαβής (epivlavís) loss-making Derivations: Comparative:...


βλάπτω

(ávlavos, “unharmed”) άβλαπτος (ávlaptos, “unharmed”), άβλαφτος (ávlaftos) βλαβερός (vlaverós, “harmful”) βλαβερότητα f (vlaverótita, “harmfulness”) βλάβη f...


ὠφέλιμος

(feminine ὠφελίμη, neuter ὠφέλῐμον); first/second declension helpful Antonym: βλαβερός (blaberós) profitable, beneficial As a two-ending adjective: Second declension...