διάθεσης • (diáthesis) f genitive singular of διάθεση (diáthesi)...
singular plural nominative διάθεση (diáthesi) διαθέσεις (diathéseis) genitive διάθεσης (diáthesis) διαθέσεων (diathéseon) accusative διάθεση (diáthesi) διαθέσεις...