δικτάτορα • (diktátora) m genitive/accusative/vocative singular of δικτάτορας (diktátoras)...
(diktátores) genitive δικτάτορα (diktátora) δικτατόρων (diktatóron) accusative δικτάτορα (diktátora) δικτάτορες (diktátores) vocative δικτάτορα (diktátora) δικτάτορες...