See also: εἴσοδος From Ancient Greek εἴσοδος (eísodos, “way in”). είσοδος • (eísodos) f (plural είσοδοι) entrance, way in έξοδος f (éxodos, “exit”)...
Singular Dual Plural Nominative ἡ εἴσοδος hē eísodos τὼ εἰσόδω tṑ eisódō αἱ εἴσοδοι hai eísodoi Genitive τῆς εἰσόδου tês eisódou τοῖν εἰσόδοιν toîn eisódoin...