2 Results found for "εξουσιοδότησης".

εξουσιοδότησης

εξουσιοδότησης • (exousiodótisis) f genitive singular of εξουσιοδότηση (exousiodótisi)...


εξουσιοδότηση

εξουσιοδότηση (exousiodótisi) εξουσιοδοτήσεις (exousiodotíseis) genitive εξουσιοδότησης (exousiodótisis) εξουσιοδοτήσεων (exousiodotíseon) accusative εξουσιοδότηση...