εργολάβους • (ergolávous) m accusative plural of εργολάβος (ergolávos)...
εργολάβου (ergolávou) εργολάβων (ergolávon) accusative εργολάβο (ergolávo) εργολάβους (ergolávous) vocative εργολάβε (ergoláve) εργολάβοι (ergolávoi)...