2 Results found for "καταρράκτη".

καταρράκτη

2=katarrákti Please see Module:checkparams for help with this warning. καταρράκτη • (katarrákti) m genitive/accusative/vocative singular of καταρράκτης...


καταρράκτης

genitive καταρράκτη (katarrákti) καταρρακτών (katarraktón) accusative καταρράκτη (katarrákti) καταρράκτες (katarráktes) vocative καταρράκτη (katarrákti)...