μανδαρίνε • (mandaríne) m vocative singular of μανδαρίνος (mandarínos)...
(mandarínou) μανδαρίνων (mandarínon) accusative μανδαρίνο (mandaríno) μανδαρίνους (mandarínous) vocative μανδαρίνε (mandaríne) μανδαρίνοι (mandarínoi)...