See also: ὀκτάποδες IPA(key): /oˈkta.po.ðes/ Hyphenation: ο‧κτά‧πο‧δες οκτάποδες • (oktápodes) m nominative/accusative/vocative plural of οκτάπους (oktápous)...
IPA(key): /oˈkta.pus/ Hyphenation: ο‧κτά‧πους οκτάπους • (oktápous) m (plural οκτάποδες) (archaic) dated form of χταπόδι (chtapódi, “octopus”) literally: "with...
(neuter ὀκτᾰ́πουν); third declension eight-footed Batrachomyomachia 298: ὀκτάποδες, δικάρηνοι, ἀχειρέες, οἱ δὲ καλεῦνται καρκίνοι oktápodes, dikárēnoi, akheirées...