πολιτισμέ • (politismé) m vocative singular of πολιτισμός (politismós)...
(politismoú) πολιτισμών (politismón) accusative πολιτισμό (politismó) πολιτισμούς (politismoús) vocative πολιτισμέ (politismé) πολιτισμοί (politismoí)...