προφήτες • (profítes) m nominative/accusative/vocative plural of προφήτης (profítis)...
From Ancient Greek προφήτης (prophḗtēs). προφήτης • (profítis) m (plural προφήτες) prophet προφητεία f (profiteía, “prophecy”) προφητεύω (profitévo, “to...