4 Results found for "πρωθυπουργού".

πρωθυπουργού

πρωθυπουργού • (prothypourgoú) m genitive singular of πρωθυπουργός (prothypourgós)...


μπαράζ

(overwhelming outburst) Υπήρξε μπαράζ αντιδράσεων στις δηλώσεις του πρωθυπουργού. Ypírxe baráz antidráseon stis dilóseis tou prothypourgoú. There was...


θύελλα

onslaught (strong amount) Θύελλα αντιδράσεων προκάλεσαν οι δηλώσεις του Πρωθυπουργού. Thýella antidráseon prokálesan oi dilóseis tou Prothypourgoú. The Prime...


πρωθυπουργός

nominative πρωθυπουργός (prothypourgós) πρωθυπουργοί (prothypourgoí) genitive πρωθυπουργού (prothypourgoú) πρωθυπουργών (prothypourgón) accusative πρωθυπουργό (prothypourgó)...