5 Results found for "σπιτιού".

σπιτιού

σπιτιού • (spitioú) n genitive singular of σπίτι (spíti)...


αγκωνάρι

(figuratively) cornerstone, mainstay H νοικοκυρά είναι το αγκωνάρι του σπιτιού. H noikokyrá eínai to agkonári tou spitioú. The housewife is the cornerstone...


σπίτι

(gia spíti, “marriageable”, literally “for a household”) δουλειές του σπιτιού f pl (douleiés tou spitioú, “housework”) κάνω το σπίτι (káno to spíti,...


αφεντικό

This dog's owner is my brother. Μπορώ να μιλήσω παρακαλώ στο αφεντικό του σπιτιού; ― Boró na milíso parakaló sto afentikó tou spitioú? ― Can I please speak...


βόρειος

in formal speech, when it refers to a named place Η βόρεια πλευρά του σπιτιού είναι πολύ κρύα. ― I vóreia plevrá tou spitioú eínai polý krýa. ― The northern...