/steˈri.se.os/ (15th CE Constantinopolitan) IPA(key): /steˈri.se.os/ στερήσεως • (sterḗseōs) f genitive singular of στέρησῐς (stérēsĭs) στέρησης (stérisis)...
στερήσεως (steríseos) (formal, oder form) IPA(key): /ˈste.ɾi.sis/ Hyphenation: στέ‧ρη‧σης στέρησης • (stérisis) f genitive singular of στέρηση (stérisi)...
full of deprivations. (much deprived) Older or formal genitive singular: στερήσεως (steríseos) αποστέρηση f (apostérisi) see: στερώ (steró, “deprive”) καθυστέρηση f...