τηγανητές • (tiganités) nominative feminine plural of τηγανητός (tiganitós) accusative feminine plural of τηγανητός (tiganitós) vocative feminine plural...
τηγανητές πατάτες • (tiganités patátes) f nominative/accusative/vocative plural of τηγανητή πατάτα (tiganití patáta)...
πατάτα • (tiganití patáta) f (plural τηγανητές πατάτες) chip, french fry, fry Usually used in the plural: τηγανητές πατάτες (tiganités patátes, “chips,...
makarónia ― meat with tomato sauce and spaghetti κοκκινιστό με πατάτες τηγανητές ― kokkinistó me patátes tiganités ― meat with tomato sauce and chips/fries...
share, ration (an allocated amount, usually in food contexts) Μια μερίδα τηγανητές πατάτες και μια κόκα κόλα, παρακαλώ. Mia merída tiganités patátes kai...
German: Pommes frites (de) f pl, Pommes (de) f pl, Fritten (de) f pl Greek: τηγανητές πατάτες f pl (tiganités patátes) Gujarati: ફ્રેન્ચ ફ્રાઈસ (phrenc phrāīsa)...
(tiganitoús) τηγανητές (tiganités) τηγανητά (tiganitá) vocative τηγανητέ (tiganité) τηγανητή (tiganití) τηγανητό (tiganitó) τηγανητοί (tiganitoí) τηγανητές (tiganités)...