τσιγαρίζω • (tsigarízo) (past τσιγάρισα, passive τσιγαρίζομαι, p‑past τσιγαρίστηκα, ppp τσιγαρισμένος) to brown, to roast Coordinate term: τηγανίζω (tiganízo...
τσιγαρίστηκα • (tsigarístika) first-person singular simple past passive of τσιγαρίζω (tsigarízo)...
τσιγαρίζομαι • (tsigarízomai) passive first-person singular present passive of τσιγαρίζω (tsigarízo)...
(tiganízo) (past τηγάνισα, passive τηγανίζομαι) to fry Coordinate term: τσιγαρίζω (tsigarízo, “to roast”) τηγανίζω τηγανίζομαι see: τηγάνι n (tigáni,...
τσιγαρισμένος (tsigarisménos) (figuratively) without pain/suffering see: τσιγαρίζω (tsigarízo, “to roast”) “ατσιγάριστος”, in Platform to search dictionaries...