6 Results found for "τσιγαρίζω".

τσιγαρίζω

τσιγαρίζω • (tsigarízo) (past τσιγάρισα, passive τσιγαρίζομαι, p‑past τσιγαρίστηκα, ppp τσιγαρισμένος) to brown, to roast Coordinate term: τηγανίζω (tiganízo...


τσιγαρίστηκα

τσιγαρίστηκα • (tsigarístika) first-person singular simple past passive of τσιγαρίζω (tsigarízo)...


τσιγάρισα

τσιγάρισα • (tsigárisa) first-person singular simple past of τσιγαρίζω (tsigarízo)...


τσιγαρίζομαι

τσιγαρίζομαι • (tsigarízomai) passive first-person singular present passive of τσιγαρίζω (tsigarízo)...


τηγανίζω

(tiganízo) (past τηγάνισα, passive τηγανίζομαι) to fry Coordinate term: τσιγαρίζω (tsigarízo, “to roast”) τηγανίζω   τηγανίζομαι see: τηγάνι n (tigáni,...


ατσιγάριστος

τσιγαρισμένος (tsigarisménos) (figuratively) without pain/suffering see: τσιγαρίζω (tsigarízo, “to roast”) “ατσιγάριστος”, in Platform to search dictionaries...