See also: απεκαλύφθην IPA(key): /a.pe.ka.lýpʰ.tʰɛːn/ → /a.pe.kaˈlyɸ.θin/ → /a.pe.kaˈlif.θin/ (5th BCE Attic) IPA(key): /a.pe.ka.lýpʰ.tʰɛːn/ (1st CE...
See also: ἀπεκαλύφθην IPA(key): /a.pe.kaˈli.fθin/ Hyphenation: α‧πε‧κα‧λύ‧φθην απεκαλύφθην • (apekalýfthin) (very formal, archaic) 1st person singular...
past form of αποκαλύπτομαι (apokalýptomai) passive of αποκαλύπτω. αποκαλύφθηκα (apokalýfthika) (formal) απεκαλύφθην (apekalýfthin) (formal, archaic)...
simple past form of αποκαλύπτομαι (apokalýptomai) passive of αποκαλύπτω. αποκαλύφτηκα (apokalýftika) (common) απεκαλύφθην (apekalýfthin) (formal, archaic)...
ἀποκαλύψομαι, ἀποκαλυφθήσομαι Aorist: ἀπεκάλυφᾰ, ἀπεκαλυφᾰ́μην, ἀπεκαλύφθην Perfect: ἀποκεκάλυφᾰ, ἀποκεκάλυμμαι Pluperfect: ἀπεκεκαλύφειν,...