5 Results found for "ἀπεκαλύφθην".

ἀπεκαλύφθην

See also: απεκαλύφθην   IPA(key): /a.pe.ka.lýpʰ.tʰɛːn/ → /a.pe.kaˈlyɸ.θin/ → /a.pe.kaˈlif.θin/ (5th BCE Attic) IPA(key): /a.pe.ka.lýpʰ.tʰɛːn/ (1st CE...


απεκαλύφθην

See also: ἀπεκαλύφθην IPA(key): /a.pe.kaˈli.fθin/ Hyphenation: α‧πε‧κα‧λύ‧φθην απεκαλύφθην • (apekalýfthin) (very formal, archaic) 1st person singular...


αποκαλύφτηκα

past form of αποκαλύπτομαι (apokalýptomai) passive of αποκαλύπτω. αποκαλύφθηκα (apokalýfthika) (formal) απεκαλύφθην (apekalýfthin) (formal, archaic)...


αποκαλύφθηκα

simple past form of αποκαλύπτομαι (apokalýptomai) passive of αποκαλύπτω. αποκαλύφτηκα (apokalýftika) (common) απεκαλύφθην (apekalýfthin) (formal, archaic)...


ἀποκαλύπτω

ἀποκαλύψομαι, ἀποκαλυφθήσομαι    Aorist: ἀπεκάλυφᾰ, ἀπεκαλυφᾰ́μην, ἀπεκαλύφθην    Perfect: ἀποκεκάλυφᾰ, ἀποκεκάλυμμαι    Pluperfect: ἀπεκεκαλύφειν,...