διδασκαλία, didaskalía. διδασκαλία, didaskalía \Prononciation ?\ féminin (Éducation) Enseignement. ο δάσκαλος αφιέρωσε δύο ώρες σήμερα στη διδασκαλία...
Du grec ancien διδασκαλία, didaskalía (« enseignement »). didaskalie \Prononciation ?\ neutre pluriel Didascalie. Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)...
δασκαλεμένος δασκαλεύω δασκαλίκι δασκαλικός δασκαλισμός δασκαλίστικος δασκαλίτσα δασκαλοπαίδι δασκαλόπουλο διδάσκω διδασκαλία δίδαγμα διδακτικός δίδακτρα...
Enseignant, instituteur. εἰς διδασκάλου (s-e. οἶκον) φοιτᾶν, aller à l'école. διδασκαλία (« enseignement ») διδασκαλικός Grec : δάσκαλος, διδάσκαλος Anatole Bailly...
Du grec ancien διδασκαλία, didaskalía (« instruction »). didascalia \di.da.ska.ˈli.a\ féminin (Antiquité grecque) Didascalie, instruction que le poète...
lernigo (eo) ; instruo (eo) ; instruado (eo) Féroïen : undirvísing (fo) Grec : διδασκαλία (el) dhidhaskalía féminin Ido : docado (io) Judéo-espagnol : ensenyanza (*)...
Emprunt au grec ancien διδασκαλία, didaskalía (« enseignement ; pour le théâtre, instructions de jeu pour les acteurs et le chœur »). didascalie \di.da...
ἄρχοντος ἄρχειν καὶ στρατηγοῦντος στρατηγεῖν βουλόμενον, ὥστε Κλεοπάτραν διδασκάλια Φουλβίᾳ τῆς Ἀντωνίου γυναικοκρασίας ὀφείλειν, πάνυ χειροήθη καὶ πεπαιδαγωγημένον...