8 Résultats trouvés pour "διδασκαλία".

διδασκαλία

διδασκαλία, didaskalía. διδασκαλία, didaskalía \Prononciation ?\ féminin (Éducation) Enseignement. ο δάσκαλος αφιέρωσε δύο ώρες σήμερα στη διδασκαλία...


didaskalie

Du grec ancien διδασκαλία, didaskalía (« enseignement »). didaskalie \Prononciation ?\ neutre pluriel Didascalie. Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)...


δάσκαλος

δασκαλεμένος δασκαλεύω δασκαλίκι δασκαλικός δασκαλισμός δασκαλίστικος δασκαλίτσα δασκαλοπαίδι δασκαλόπουλο διδάσκω διδασκαλία δίδαγμα διδακτικός δίδακτρα...


διδάσκαλος

Enseignant, instituteur. εἰς διδασκάλου (s-e. οἶκον) φοιτᾶν, aller à l'école. διδασκαλία (« enseignement ») διδασκαλικός Grec : δάσκαλος, διδάσκαλος Anatole Bailly...


didascalia

Du grec ancien διδασκαλία, didaskalía (« instruction »). didascalia \di.da.ska.ˈli.a\ féminin (Antiquité grecque) Didascalie, instruction que le poète...


enseignement

lernigo (eo) ; instruo (eo) ; instruado (eo) Féroïen : undirvísing (fo) Grec : διδασκαλία (el) dhidhaskalía féminin Ido : docado (io) Judéo-espagnol : ensenyanza (*)...


didascalie

Emprunt au grec ancien διδασκαλία, didaskalía (« enseignement ; pour le théâtre, instructions de jeu pour les acteurs et le chœur »). didascalie \di.da...


γυναικοκρασία

ἄρχοντος ἄρχειν καὶ στρατηγοῦντος στρατηγεῖν βουλόμενον, ὥστε Κλεοπάτραν διδασκάλια Φουλβίᾳ τῆς Ἀντωνίου γυναικοκρασίας ὀφείλειν, πάνυ χειροήθη καὶ πεπαιδαγωγημένον...